- ισχνουργής
- ἰσχνουργής, -ές (Α)λεπτοδουλεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν-ουργής, μεγαλ-ουργής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσχνουργῆ — ἰσχνουργής finely wrought neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσχνουργής finely wrought masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσχνουργής finely wrought masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek